Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2008

Στριφογυρίζω και...

Ξαφνικά ακούγεται το κουδούνισμα του τηλεφώνου. Είσαι εσύ. Απανταώ. Ακούγεσαι αλλόκοτα. Χωρίς καθυστέρηση μου λες πως θέλεις να με δεις για λίγο στην γνωστή πλατεία. Θέλεις να ελαφρώσεις το μυαλό σου από τις σκέψεις που σε συντροφεύουν και απόψε. Δέχομαι. Βρισκόμαστε μέτα από λίγο στην έρημη κόκκινη πλατεία για μεταμεσονύχτια συζήτηση. Αρχίζεις ένα ακαταύπαστο μονόλογο που δεν επιχειρώ να σταματήσω γιατί γνωρίζω ότι λίγες φορές μιλάς και έτσι μένω στο να ακούω σιωπήλα.


Κάτι δεν πρέπει να κάνω σωστά. Κάθε μέρα, ακούω το ξυπνητήρι να με καλεί να ξυπνήσω, στριφογυρίζω να το βρώ μπλεγμένος στα σκεπάσματα που με δυσκολεύουν στο πρώτο αυτό αγώνα. Το κλείνω, στριφογυρίζω και σηκώνομαι. Καθρεπτίζομαι,ντύνομαι,ένα μικρό πρωινό και φεύγω. Κατευθύνομαι προς την στάση για το λεωφορείο στριφογυρίζω, χώνομαι ανάμεσα στο κόσμο χωρίς να πω ούτε ένα καλημέρα. Πόσο δύσκολο να πεις ένα απλό,καθημερινό,ανθρώπινο καλημέρα. Αχ! Έρχεται το λεωφορείο, μπαίνω μέσα στριφογυρίζω μήπως βρω ένα μέρος να στοιβάξω αυτό το κουφάρι αλλά τίποτα. Υπομονή μέσα στην κίνηση, μέσα στις πρωινες συζητήσεις που ποτέ δεν είχα όρεξη να κάνω, να κρύβομαι από γνωστούς μήπως και καταφέρω να αποφύγω τα γνωστά τυπικά λόγια του αέρα και το τελευταίο «τα λέμε, μην χαθούμε» που τόσο ανούσιο ηχεί ακόμα και στο διάδρομο του λεωφορείου. Φθάνω στον προορισμό μου,στριφογυρίζω ανάμεσα στο πλήθος, προσπαθώ να ελιχθώ απο τις χαραμάδες που αφήνει το αγαλμετένιος κόσμος μπροστά μου και κατεβαίνω. Αφήνω μια γρήγορη βαθιά ανάσα να βγει από μέσα μου και αρχίζω να επιταχύνω. Επιταχύνω και στριφογυρίζω για να αποφύγω κόσμο και για να μην δω πάλι το ανάπηρο γέρο που στέκει ακίνητος κάθε μέρα εκεί και να με κάνει να νιώσω αχάριστος για αυτά που πάντα θεωρώ δεδομένα. Δεδομένο που ακούω,που αισθάνομαι, που αγγίζω,που βλέπω. Στριφογυρίζω αυξάνω τους ρυθμούς μου λες και προσπαθώ να προσπεράσω τους υπόλοιπους,λες και θα κερδίσω κάτι. Συνεχίζω την ημέρα μου. Και βλέπω. Βλέπω τους γύρω μου να εξελίσσονται,να αλλάζουν,να κινούνται μπροστά. Βλέπω και εμένα ακίνητο σαν να προσπαθώ να μην παρασυρθώ από τον άνεμο της αλλάγης που πρέπει και εγώ να αφεθώ κάποια στιγμή. Σαν να είμαι από τα λίγα δέντρα που αρνούνται πεισματικά να υποκύψουν σε αυτό το ρέμα της προσωπικής τούς αλλαγής και ανέλιξης. Και αυτό δεν έιναι σωστό. Βλέπω και νιώθω, και εσύ το ίδιο, το χρόνο να περνά και πως προσπαθώ να τον χαλιναγωγήσω με τα δικά μου γκέμια και να τον ζυγίζω στα μέτρα μου με τα δικά μου σταθμά. Και όμως δεν το κάνω,κι ας είμαι ακόμα νέος. Στριφογυρίζω γύρω από τον εαυτό μου, δειλιάζω. Βλέπω τους φίλους μου να προχωρούν μπροστά και τους χαίρομαι τους θαυμάζω και ας παραλείπω να τους το λέω. Κυνηγούν όνειρα, θέτουν στόχους και τους πραγματοποίουν. Γεύονται το νέκταρ της επιτυχίας που δημιουργούν. Κι εσύ το ίδιο κάνεις. Στριφογυρίζω μέσα μου γιατί ποτέ δεν προσπάθησα να κοιτάξω μέσα μου γιατί δείλιασα να εκφραστώ να πάρω μια μεγάλη απόφαση ξέχωρα απ’όσα οι άλλοι μου υπαγόρευαν για το καλό μου,να δημιουργήσω κάτι ολόδικο μου και να το χαίρομαι μαζί σου. Και έχασα, σου λέω, έχασα και χάνω.Μόνο η βεβαιότητα μένει για το ότι χάνω. Γιατί δυστυχής θα είναι, μου έλεγαν, όποιος δεν ριψοκινδυνεύει...Και στριφογυρίζω σε πράγματα που δεν με γεμιζουν δεν με ικανοποιούν, δεν με γεμίζουν γαμώτο!!!! Κι νιώθω αχάριστος και στριφογυρίζω γιατί δεν εκτίμησα ή δεν προσπάθησα να πω μια λέξη που πάντα κάθεται στην άκρη της γλώσσας μου αλλά μένει εκεί και μετά γεμίζω το μυαλό και τις βραδινές σκέψεις μου.’Ενα απλό καλημέρα,καλησπέρα,καληνύχτα ή ένα σ’αγαπώ ψιθυριστά,σιγανά,ξέμακρα από τους άλλους για να το ακούσει μόνο αυτή, όποια κι αν ήταν. Και με κάνει να στριφογυρίζω μέσα στο κρεβάτι,να νιώθω ότι το δωμάτιο μικραίνει ότι έχω κάνει το κόσμο μου μικρό και ότι πρέπει να αλλάξει. Να κουλουρίαζομαι και να στριφογυρίζω σαν να θέλω να κρυφτώ από όλα. Να σκέφτομαι ότι είμαι τυχερός και ότι δεν πρέπει να λησμονώ ότι υπάρχουν και χειρότερα, ακόμα και αν αυτή η φράση έχει χάσει την επίδραση της πάνω μου, την παρηγορία της. Και τρέχω κάθε μέρα,και ουσιαστικά τρέχω κάπου στο άγνωστο για να πετύχω κάτι απροσδιόριστο και στριφόγυρίζω σε μια κινούμενη άμμο,που με παίρνει μέσα της,με αγκαλιάζει. Και τρέχω,και τρέχω,και τρέχω.....



Παύση.....


Πόσο αχάριστος μπορεί να δείχνω! Και πόσο μικρός! Σε ένα κόσμο που σπαράζει και βαλτώνει να σου μιλάω για μένα και για το τίποτα. Ξέρω, και εσύ γνωρίζεις, ότι μας περιμένουν τα χειρότερα σε λίγο, ακόμα κι αν αυτά είναι μερικές στιγμές και πως οι τωρινές καταστάσεις θα φαντάζουν αστείες, παιχνιδάκια. Μα κάπου στην γωνία θα είναι και τα όμορφα που παραμελώ και η ουσία που αναζητώ. Και γελάω,όταν το σκέφτομαι. Και αναπτύσσω διαλόγους μέσα μου που δεν είναι καλό σημάδι, και το γνωρίζω.Μια συνήθεια φυλακόβιων. Σκυθρωπός παραμένω και κάθε βράδυ μου έρχεται να βγω έξω από το δωμάτιο από την ζωή μου που περιορίζομαι και να βγάλω μια αιώνια κραυγή. Δυνατά και να στριφογυρίσω και να στριφογυρίσω αληθινά και σε ένα κόσμο όπου θα μπορώ να έχω αυτά που ονειρεύομαι κάθε βράδυ και τα φτιάχνει δάκρυ η αυγή.Γιατί μόνο καθένας από εμάς ξέρει αληθινά πόσο δύσκολο είναι να ονειρεύεσαι. Και φωνάζω σου λέω...Και φωνάζω με την σιωπή,γιατί εσύ με ξέρεις και δεν χρειάζεσαι τα λόγια μου για να με καταλάβεις,σου είμαι αρκετά διάφανος. Και στριφογυρίζω νοερά και γύρω από τον άξονα μου. Γιατί,σου λέω, πως έχω μέσα μου κενό, δεν ξέρω πόσα χρόνια το έχω πάνω μου. Δεν ξέρω πόσα χρόνια με στοιχειώνει. Δεν θυμάμαι πότε έζησα χωρίς αυτό, μα δεν ανακαλώ πότε προσπάθησα να το αποχωριστώ. Γι’αυτο σου λεώ εσένα


Μάθε μου με τα λίγα να χαίρομαι
Και με τα καλά να γελώ,να μην ζητάω περαιτέρω.
Γιατί έχει άσβεστη δίψα η ανθρώπινη φύση,
ακόρεστο συνέχεια μοιάζει αυτό που μέσα μου
λέω,συχνά, κενό...
Και πες μου την στιγμή πως να την ζήσω,
πριν ανάμνηση και πάλι την βαφτίσω...

Φαίνεσαι πιο ήρεμος,μένεις ακίνητος και μετά έρχεσαι και κάθεσαι δίπλα μου στο παγκάκι.


Δεν ξέρω πόσο διαφορετικός φαντάζω στα μάτια σου.Δεν είσαι μόνος σου.Είναι στο χέρι σου να τα αλλάξεις όλα όσα σε φοβίζουν.Είναι στο χέρι σου η ζωή σου, σφίξε την γροθιά κλείσε την μέσα και βρες κάθε μέρα εκείνη την στιγμή που, λένε ότι υπάρχει, εκείνη την μαγική στιγμή όπου καταρρέει αυτός ο φόβος και το σύμπαν σου ολάκερο,τα δικά σου στεγανά, και γεννιούνται αστερισμοί μέσα σου που σου δίνουν την δύναμη να κάνεις θαύματα.




- (σοφός)

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Σενάριο και σκηνοθεσία...δική σου...
Τη σκηνή ήδη την έχεις επιλέξει...Στο κρύο των κόκκινων πλακόστρωτων...
Ξέρεις πως λαχταρώ να γίνω συμπρωταγονιστής σε όσα αφηγείσαι...
Όμως,ακόμη περιμένω το τηλέφωνο να χτυπήσει...

geo12

Ανώνυμος είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.
clio είπε...

ποσο ποναει να θεσ να πεις τοσα πολλα και να μην μπορεις...να μη σε ακουει κανεις...και αλλες φορες υπαρχουν αυτες οι μαγικες στιγμες που καποιος σε ακουμπα στον ομμο και σου λεει θα αντεξεις...συνεχεισε αυτο που οι αλλοι νομιζουν οτι ειναι και ονομαζουν ζωη...και προσπαθεις παντα προσπαθεις και ελπιζεις!